ποδάγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποδάγρα | οι | ποδάγρες |
| γενική | της | ποδάγρας | — | |
| αιτιατική | την | ποδάγρα | τις | ποδάγρες |
| κλητική | ποδάγρα | ποδάγρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποδάγρα < (ελληνιστική κοινή) ποδάγρα με τη σημερινή έννοια < αρχαία ελληνική ποδάγρα (που σήμαινε όμως παγίδα για τα πόδια) < πούς + ἄγρα
Ουσιαστικό
ποδάγρα θηλυκό (ο πληθ. αδόκιμος)
- (ιατρική) είδος αρθρίτιδας που εντοπίζεται στις αρθρώσεις των ποδιών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ποδάγρᾱ | αἱ | ποδάγραι |
| γενική | τῆς | ποδάγρᾱς | τῶν | ποδαγρῶν |
| δοτική | τῇ | ποδάγρᾳ | ταῖς | ποδάγραις |
| αιτιατική | τὴν | ποδάγρᾱν | τὰς | ποδάγρᾱς |
| κλητική ὦ! | ποδάγρᾱ | ποδάγραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδάγρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποδάγραιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποδάγρα, -ας θηλυκό
- παγίδα για τα πόδια για τη σύλληψη των θηραμάτων
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 6.28 @scaife.perseus
- τί δʼ ἐλάφους ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις;
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 15.1, 43 @perseus.tufts.edu @wikisource
- Νέαρχος δὲ καὶ ποδάγρας ἐν ταῖς θήραις τίθεσθαι κατά τινας συνδρόμους φησί, συνελαύνεσθαι δʼ ὑπὸ τῶν τιθασῶν τοὺς ἀγρίους εἰς ταύτας, κρειττόνων ὄντων καὶ ἡνιοχουμένων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 6.28 @scaife.perseus
- (κτηνιατρική) (για σκύλους, βοειδή, άλογα) ασθένεια των ποδιών
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 24 @scaife.perseus
- Τῶν δ’ ἵππων αἱ μὲν φορβάδες ἄνοσοι τῶν ἄλλων ἀρρωστημάτων εἰσὶ πλὴν ποδάγρας, ταύτην δὲ κάμνουσι, καὶ ἐνίοτε ἀποβάλλουσι τὰς ὁπλάς·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 23 @scaife.perseus
- Οἱ δὲ βόες οἱ ἀγελαῖοι νοσοῦσι δύο νόσους, ὧν τὸ μὲν ποδάγρα τὸ δὲ κραῦρος καλεῖται. Ἐν μὲν οὖν τῇ ποδάγρᾳ τοὺς πόδας οἰδοῦσιν, οὐκ ἀποθνήσκουσι δ’ οὐδὲ τὰς ὁπλὰς ἀποβάλλουσιν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 22 @scaife.perseus
- Οἱ δὲ κύνες κάμνουσι νοσήμασι τρισίν· ὀνομάζεται δὲ ταῦτα λύττα, κυνάγχη, ποδάγρα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 24 @scaife.perseus
- (ιατρική) (για ανθρώπους) ποδάγρα
- ιωνικός και ποιητικός τύπος: ποδάγρη, ποδαγρίη
Συγγενικά
- ποδαγράω
- ποδαγρέω
- ποδαγριάω
- ποδαγρίζομαι
- ποδαγρικός
- ποδαγρός
Πηγές
- ποδάγρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ποδάγρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.