ἄγρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄγρᾱ | αἱ | ἄγραι |
| γενική | τῆς | ἄγρᾱς | τῶν | ἀγρῶν |
| δοτική | τῇ | ἄγρᾳ | ταῖς | ἄγραις |
| αιτιατική | τὴν | ἄγρᾱν | τὰς | ἄγρᾱς |
| κλητική ὦ! | ἄγρᾱ | ἄγραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄγρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄγραιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄγρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄγρα θηλυκό
- το κυνήγι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1183
- εὐτυχής γ᾽ ἅδ᾽ ἄγρα.
- Ευτυχισμένο το κυνήγι μας.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- εὐτυχής γ᾽ ἅδ᾽ ἄγρα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 407 (405-407)
- εἰ τὰ μὲν φθίνει, | φίλοι, τίσις δ᾽ ἐμοῦ πέλας, | μώραις δ᾽ ἄγραις προσκείμεθα,
- Ό,τι κι αν είχα, φίλοι, χάνεται, | με περιμένει η εκδίκηση, | αφού σ᾽ ένα παράλογο κυνήγι δόθηκα,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- εἰ τὰ μὲν φθίνει, | φίλοι, τίσις δ᾽ ἐμοῦ πέλας, | μώραις δ᾽ ἄγραις προσκείμεθα,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 7, 823e @scaife.perseus
- μηδʼ αὖ ἄγρας ἀνθρώπων κατὰ θάλατταν λῃστείας τε ἵμερος ἐπελθὼν ὑμῖν θηρευτὰς ὠμοὺς καὶ ἀνόμους ἀποτελοῖ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1183
- το θήραμα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 148 (147-148)
- οἴχεται δ᾽ ὁ θήρ. | ― ὕπνῳ κρατηθεῖσ᾽ ἄγραν ὤλεσα.
- πάει τ᾽ αγρίμι! | — Με νίκησ᾽ ύπνος και την άγρη μου έχασα;
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Έφυγε τ' αγρίμι. -Έχασα το θήραμα, επειδή με πήρε ο ύπνος.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- πάει τ᾽ αγρίμι! | — Με νίκησ᾽ ύπνος και την άγρη μου έχασα;
- οἴχεται δ᾽ ὁ θήρ. | ― ὕπνῳ κρατηθεῖσ᾽ ἄγραν ὤλεσα.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 148 (147-148)
- τρόπος κυνηγιού
- (μεταφορικά) λεία, θήραμα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 322
- δορὸς ἄγραν
- ως λεία ενός δόρατος
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δορὸς ἄγραν
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 322
- ιωνικός τύπος : ἄγρη
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.278, @scaife.perseus
- ὡς δʼ ὅτʼ ἐνὶ κνημοῖσι κύνες δεδαημένοι ἄγρη;
- ※ 3oς αιώνας πκε ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.278, @scaife.perseus
Πηγές
- ἄγρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.