ποδαγρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ποδαγρικός | ἡ | ποδαγρική | τὸ | ποδαγρικόν |
| γενική | τοῦ | ποδαγρικοῦ | τῆς | ποδαγρικῆς | τοῦ | ποδαγρικοῦ |
| δοτική | τῷ | ποδαγρικῷ | τῇ | ποδαγρικῇ | τῷ | ποδαγρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ποδαγρικόν | τὴν | ποδαγρικήν | τὸ | ποδαγρικόν |
| κλητική ὦ! | ποδαγρικέ | ποδαγρική | ποδαγρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ποδαγρικοί | αἱ | ποδαγρικαί | τὰ | ποδαγρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ποδαγρικῶν | τῶν | ποδαγρικῶν | τῶν | ποδαγρικῶν |
| δοτική | τοῖς | ποδαγρικοῖς | ταῖς | ποδαγρικαῖς | τοῖς | ποδαγρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ποδαγρικούς | τὰς | ποδαγρικᾱ́ς | τὰ | ποδαγρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ποδαγρικοί | ποδαγρικαί | ποδαγρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδαγρικώ | τὼ | ποδαγρικᾱ́ | τὼ | ποδαγρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ποδαγρικοῖν | τοῖν | ποδαγρικαῖν | τοῖν | ποδαγρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ποδαγρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- ποδαγρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ποδαγρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.