πλακίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλακίδιο τα πλακίδια
      γενική του πλακιδίου
& πλακίδιου
των πλακιδίων
    αιτιατική το πλακίδιο τα πλακίδια
     κλητική πλακίδιο πλακίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλακίδιο < (καθαρεύουσα) πλακίδιον < πλάκ(α) + -ίδιον > -ίδιο < αρχαία ελληνική πλάξ

Προφορά

ΔΦΑ : /plaˈci.ðio/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλακίδιο

Ουσιαστικό

πλακίδιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του πλακάκι
  2. υποκοριστικό του πλάκα
     δείτε και τη λέξη μπάρα
    πλακίδιο σαπουνιού / σοκολάτας
  3. (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα
  4. (ηλεκτρονική) μικρή πλακέτα[2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πλάκα

Αναφορές

  1. πλακίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πλακίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.