πλακέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλακέτα | οι | πλακέτες |
| γενική | της | πλακέτας | των | πλακετών |
| αιτιατική | την | πλακέτα | τις | πλακέτες |
| κλητική | πλακέτα | πλακέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλακέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πλακέτα θηλυκό
- μικρό ορθογώνιο, επίπεδο αντικείμενο συνήθως από σκληρό υλικό, στο οποίο συνηθίζεται να υπάρχει κάποια επιγραφή
- (ηλεκτρολογία) αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται για να συναρμολογούνται επάνω του ηλεκτρονικά εξαρτήματα
- (ηλεκτρολογία) (κατ’ επέκταση) το παραπάνω αντικείμενο με τα υλικά συναρμολογημένα
Παράγωγα
- πλακετίτσα
- πλακετούλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.