μπάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάρα | οι | μπάρες |
| γενική | της | μπάρας | — | |
| αιτιατική | την | μπάρα | τις | μπάρες |
| κλητική | μπάρα | μπάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- μπάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική barra
Ουσιαστικό
μπάρα θηλυκό
- επίμηκες κυλινδρικό αντικείμενο
- το σύμβολο / ή |
- πλατιά επιφάνεια μπροστά σε μπαρ, όπου ο μπάρμαν ή οι πελάτες τοποθετούν τα ποτά τους.
Σύνθετα
Ετυμολογία 2
- μπάρα < σλαβικής προέλευσης bara
Μεταφράσεις
μπάρα
|
→ δείτε τη λέξη λάκκος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.