μπάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάρα οι μπάρες
      γενική της μπάρας
    αιτιατική την μπάρα τις μπάρες
     κλητική μπάρα μπάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

μπάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική barra

Ουσιαστικό

μπάρα θηλυκό

  1. επίμηκες κυλινδρικό αντικείμενο
  2. το σύμβολο / ή |
  3. πλατιά επιφάνεια μπροστά σε μπαρ, όπου ο μπάρμαν ή οι πελάτες τοποθετούν τα ποτά τους.

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μπάρα < σλαβικής προέλευσης bara

Ουσιαστικό

μπάρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) λάκκος με νερό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.