μπουζούκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουζούκι | τα | μπουζούκια |
| γενική | του | μπουζουκιού | των | μπουζουκιών |
| αιτιατική | το | μπουζούκι | τα | μπουζούκια |
| κλητική | μπουζούκι | μπουζούκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα τετράχορδο μπουζούκι
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈzu.ci/
Ουσιαστικό
μπουζούκι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο με τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές
- (στον πληθ.) μπουζούκια: ορχήστρα που περιέχει ως σολιστικό όργανο το μπουζούκι
- (στον πληθ.) μπουζούκια: το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
- ≈ συνώνυμα: μπουζουξίδικο, σκυλάδικο
- θέλω στα μπουζούκια απόψε να με πας (από λαϊκό τραγούδι)
- (μεταφορικά) άνθρωπος βλάκας
Σύνθετα
- μπουζουκοκέφαλος
- μπουζουκομάνα
-
μπουζούκι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- βλ. Ελένη Σπυροπούλου, Για την καταγωγή και την ετυμολογία της λέξης «μπουζούκι»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.