σαπούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαπούνι | τα | σαπούνια |
| γενική | του | σαπουνιού | των | σαπουνιών |
| αιτιατική | το | σαπούνι | τα | σαπούνια |
| κλητική | σαπούνι | σαπούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μία πλάκα σαπούνι
Ετυμολογία
- σαπούνι < ελληνιστική κοινή σαπώνιον < σάπων < λατινική sapo
Ουσιαστικό
σαπούνι ουδέτερο
Συγγενικά
-
σαπούνι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σαπούνι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.