άπλυτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα άπλυτα
      γενική των άπλυτων
    αιτιατική τα άπλυτα
     κλητική άπλυτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άπλυτα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άπλυτος στον πληθυντικό
Ένα καλάθι γεμάτο άπλυτα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.pli.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άπλυτα

Ουσιαστικό

άπλυτα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • τα άπλυτα ρούχα
      Τα λερωμένα, τ' άπλυτα δεν θα τα ξαναπλύνω
    και μη σε νοιάζει στο εξής εγώ τι θ’ απογίνω
    Τίτλος τραγουδιού. [απόσπασμα] Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης.)

Εκφράσεις

  • βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, παθητικό: βγαίνουν τ' άπλυτα στη φόρα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άπλυτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.