πλυσταριό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλυσταριό | τα | πλυσταριά |
| γενική | του | πλυσταριού | των | πλυσταριών |
| αιτιατική | το | πλυσταριό | τα | πλυσταριά |
| κλητική | πλυσταριό | πλυσταριά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.staɾˈʝo/ & /pli.staɾˈi̯o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλυ‐στα‐ριό
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλένω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πλυσταριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.