πλύντρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλύντρια | οι | πλύντριες |
| γενική | της | πλύντριας | των | πλυντριών |
| αιτιατική | την | πλύντρια | τις | πλύντριες |
| κλητική | πλύντρια | πλύντριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.