πλυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλυντικός η πλυντική το πλυντικό
      γενική του πλυντικού της πλυντικής του πλυντικού
    αιτιατική τον πλυντικό την πλυντική το πλυντικό
     κλητική πλυντικέ πλυντική πλυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλυντικοί οι πλυντικές τα πλυντικά
      γενική των πλυντικών των πλυντικών των πλυντικών
    αιτιατική τους πλυντικούς τις πλυντικές τα πλυντικά
     κλητική πλυντικοί πλυντικές πλυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλυντικός < αρχαία ελληνική πλυντικός < πλύνω

Επίθετο

πλυντικός

  1. που έχει σχέση με το πλύσιμο ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πλυντικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.