αποπλύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποπλύνω < αρχαία ελληνική ἀποπλύνω

Ρήμα

αποπλύνω (παθητική φωνή: αποπλύνομαι)

  1. άλλη μορφή του αποπλένω (ολοκληρώνω το πλύσιμο)
  2. (μεταφορικά) ξεπλένω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.