αποπλύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπλύνω < αρχαία ελληνική ἀποπλύνω
Ρήμα
αποπλύνω (παθητική φωνή: αποπλύνομαι)
- άλλη μορφή του αποπλένω (ολοκληρώνω το πλύσιμο)
- (μεταφορικά) ξεπλένω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.