ξεπλυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεπλυμένος | η | ξεπλυμένη | το | ξεπλυμένο |
| γενική | του | ξεπλυμένου | της | ξεπλυμένης | του | ξεπλυμένου |
| αιτιατική | τον | ξεπλυμένο | την | ξεπλυμένη | το | ξεπλυμένο |
| κλητική | ξεπλυμένε | ξεπλυμένη | ξεπλυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεπλυμένοι | οι | ξεπλυμένες | τα | ξεπλυμένα |
| γενική | των | ξεπλυμένων | των | ξεπλυμένων | των | ξεπλυμένων |
| αιτιατική | τους | ξεπλυμένους | τις | ξεπλυμένες | τα | ξεπλυμένα |
| κλητική | ξεπλυμένοι | ξεπλυμένες | ξεπλυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ξεπλυμένος
- αυτός που τον έχουν ξεβγάλει από τα σαπούνια, ο ξεβγαλμένος
- Μη μου ανακατεύεις τα ξεπλυμένα με αυτά που έχουν ακόμα σαπουνάδες!
- αυτός που έχει χάσει τη λάμψη των χρωμάτων του από τα πολλά πλυσίματα (για ρούχα), ο ξεβαμμένος, ο ξεθωριασμένος
- (μεταφορικά) ο άτονος, ο απολύτως αδιάφορος, ο χλωμός, σαν ξεθωριασμένο ύφασμα, χωρίς καμία ζωηράδα στην όψη ή στην προσωπικότητα
Μεταφράσεις
ξεπλυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.