απλυσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απλυσιά | οι | απλυσιές |
| γενική | της | απλυσιάς | των | απλυσιών |
| αιτιατική | την | απλυσιά | τις | απλυσιές |
| κλητική | απλυσιά | απλυσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απλυσιά < αρχαία ελληνική ἀπλυσία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.