πιάστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιάστρο | τα | πιάστρα |
| γενική | του | πιάστρου | των | πιάστρων |
| αιτιατική | το | πιάστρο | τα | πιάστρα |
| κλητική | πιάστρο | πιάστρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιάστρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piastro < impiastrare < υστερολατινική emplastrare < λατινική emplastrum < ελληνιστική κοινή ἔμπλαστρον, ουδέτερο του ἔμπλαστρος (αντιδάνειο)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpça.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πιά‐στρο
.png.webp)
αιγυπτιακό χαρτονόμισμα των 25 πιάστρων
Ουσιαστικό
πιάστρο ουδέτερο (και πιάστρα θηλυκό)
- (νόμισμα, παρωχημένο) νομισματική μονάδα με διαφορετικές αξίες, συνήθως ισοδύναμη με τον ένα εκατοστό της αιγυπτιακής λίρας [2]
- ※ [...] πληρώνουν φόρο 100 πιάστρα. Όσοι έχουν μια καλύβα ή ένα κομμάτι γης 360-400 πιάστρα. Οι ιδιοκτήτες, από 10.000 πιάστρα, ως πέντε ή έξη πουγγιά
- Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα. 1800-1810. σ.116 @books.google ΣτΕ: μεταφορά σε μονοτονικό.
- ≈ συνώνυμα: γρόσι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.