κλαβίχορδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλαβίχορδο | τα | κλαβίχορδα |
| γενική | του | κλαβιχόρδου & κλαβίχορδου |
των | κλαβιχόρδων |
| αιτιατική | το | κλαβίχορδο | τα | κλαβίχορδα |
| κλητική | κλαβίχορδο | κλαβίχορδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαβίχορδο < γαλλική clavicorde
Ουσιαστικό
κλαβίχορδο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο, επίσημο) μορφή του κλάβικορντ, συνώνυμο του κλειδόχορδο
Μεταφράσεις
κλαβίχορδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
