τσέμπαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσέμπαλο | τα | τσέμπαλα |
| γενική | του | τσέμπαλου | των | τσέμπαλων |
| αιτιατική | το | τσέμπαλο | τα | τσέμπαλα |
| κλητική | τσέμπαλο | τσέμπαλα | ||
| Στη γλώσσα των μουσικών, και κατά την ιταλική κλίση. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ντομένικο Σκαρλάττι (Scarlatti)
'Σονάτα' με αριθμό Kirkpatrick 29 διάρκεια: 03'01'' με τον John Sankey Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |

τσέμπαλο
Ετυμολογία
- τσέμπαλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cembalo
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡sem.ba.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσέ‐μπα‐λο
- παλιότερος συλλαβισμός : τσέμ‐πα‐λο
Ουσιαστικό
τσέμπαλο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) πληκτροφόρο μουσικό όργανο, που μοιάζει με πιάνο, αλλά είναι νυκτό, έχει συνήθως δύο κλαβιέ. Χρησιμοποιήθηκε από την Αναγέννηση μέχρι την καθιέρωση του πιάνου τον 19ο αιώνα.
Συνώνυμα
- κλαβεσέν (από τα γαλλικά)
- κλαβιτσίμπαλο
- αρπίχορδο(ν) (καθαρεύουσα, όπως στα αγγλικά)
Συγγενικά
- τσεμπαλίστας, τσεμπαλίστα
Υπώνυμα
- βέρτζιναλ
- σπινέτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.