κλάβικορντ
Νέα ελληνικά (el)

κλάβικορντ του 1763 από τη Γερμανία (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)
Ετυμολογία
- κλάβικορντ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική clavichord < γερμανική Klavichord < μεσαιωνική λατινική clavichordium < λατινική clavis + chorda (< αρχαία ελληνική χορδή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kla.viˈkoɾ.d/ βρετανική προφορά: /ˈklavɪkoːd/
Ουσιαστικό
κλάβικορντ ουδέτερο άκλιτο
Ταυτόσημο
- κλαβίχορδο(ν) (επίσημο, καθαρεύουσα)
- κλειδόχορδο(ν) (λόγιο, παρωχημένο)
Σημειώσεις
- Οι έλληνες μουσικοί συνήθως χρησιμοποιούν τον όρο και την προφορά κλάβικορντ. Σπανιότερη, η προφορά κλαβικόρντ. Σε επίσημα έγγραφα αναγράφεται η λέξη κλαβίχορδο.
- κλαβεσέν ή τσέμπαλο ή αρπίχορδο
- πιάνο ή κλειδοκύμβαλο
-
κλαβίχορδο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κλάβικορντ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.