εμπνευσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπνευσμένος η εμπνευσμένη το εμπνευσμένο
      γενική του εμπνευσμένου της εμπνευσμένης του εμπνευσμένου
    αιτιατική τον εμπνευσμένο την εμπνευσμένη το εμπνευσμένο
     κλητική εμπνευσμένε εμπνευσμένη εμπνευσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπνευσμένοι οι εμπνευσμένες τα εμπνευσμένα
      γενική των εμπνευσμένων των εμπνευσμένων των εμπνευσμένων
    αιτιατική τους εμπνευσμένους τις εμπνευσμένες τα εμπνευσμένα
     κλητική εμπνευσμένοι εμπνευσμένες εμπνευσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπνευσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εμπνέω

Μετοχή

εμπνευσμένος, -η, -ο

  1. γεμάτος έμπνευση
  2. που είναι προϊόν έμπνευσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.