πετυχημένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πετυχημένα < πετυχημένος + -α
Μεταφράσεις
πετυχημένα
|
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
πετυχημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πετυχημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.