επιθυμητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιθυμητός η επιθυμητή το επιθυμητό
      γενική του επιθυμητού της επιθυμητής του επιθυμητού
    αιτιατική τον επιθυμητό την επιθυμητή το επιθυμητό
     κλητική επιθυμητέ επιθυμητή επιθυμητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιθυμητοί οι επιθυμητές τα επιθυμητά
      γενική των επιθυμητών των επιθυμητών των επιθυμητών
    αιτιατική τους επιθυμητούς τις επιθυμητές τα επιθυμητά
     κλητική επιθυμητοί επιθυμητές επιθυμητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιθυμητός < αρχαία ελληνική ἐπιθυμητός

Επίθετο

επιθυμητός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.