πεταχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταχτός η πεταχτή το πεταχτό
      γενική του πεταχτού της πεταχτής του πεταχτού
    αιτιατική τον πεταχτό την πεταχτή το πεταχτό
     κλητική πεταχτέ πεταχτή πεταχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταχτοί οι πεταχτές τα πεταχτά
      γενική των πεταχτών των πεταχτών των πεταχτών
    αιτιατική τους πεταχτούς τις πεταχτές τα πεταχτά
     κλητική πεταχτοί πεταχτές πεταχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεταχτός < πετώ + -τός[1] ή μεσαιωνική ελληνική πεταχτός[2] < ελληνιστική κοινή πετάω / πετῶ < αρχαία ελληνική πέτομαι

Επίθετο

πεταχτός, -ή, -ό

  1. (προφορικό) που «πετά», που προεξέχει
  2. (προφορικό) βιαστικός
  3. (προφορικό) ζωηρός
  4. (ουσιαστικοποιημένο) πεταχτό: (αρχιτεκτονική) το κονίαμα που απλώνεται με πεταχτό τρόπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πεταχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πεταχτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.