πεταχτούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταχτούλης η πεταχτούλα το πεταχτούλικο
      γενική του πεταχτούλη της πεταχτούλας του πεταχτούλικου
    αιτιατική τον πεταχτούλη την πεταχτούλα το πεταχτούλικο
     κλητική πεταχτούλη πεταχτούλα πεταχτούλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταχτούληδες οι πεταχτούλες τα πεταχτούλικα
      γενική των πεταχτούληδων των πεταχτούλικων
    αιτιατική τους πεταχτούληδες τις πεταχτούλες τα πεταχτούλικα
     κλητική πεταχτούληδες πεταχτούλες πεταχτούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεταχτούλης < πεταχτ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Επίθετο

πεταχτούλης, -ούλα, -ούλικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.