κονίαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονίαμα | τα | κονιάματα |
| γενική | του | κονιάματος | των | κονιαμάτων |
| αιτιατική | το | κονίαμα | τα | κονιάματα |
| κλητική | κονίαμα | κονιάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονίαμα < αρχαία ελληνική κονίαμα < κόνις
Ουσιαστικό
κονίαμα ουδέτερο
Συγγενικά
- αμμασβεστοκονίαμα
- αμμοκονίαμα
- ασβεστοκονίαμα
- γυψοκονίαμα
- μαρμαροκονίαμα
- τσιμεντοκονίαμα
- → δείτε τις λέξεις κονία, κόνις και σκόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.