περισσότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περισσότερος | η | περισσότερη | το | περισσότερο |
| γενική | του | περισσότερου | της | περισσότερης | του | περισσότερου |
| αιτιατική | τον | περισσότερο | την | περισσότερη | το | περισσότερο |
| κλητική | περισσότερε | περισσότερη | περισσότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περισσότεροι | οι | περισσότερες | τα | περισσότερα |
| γενική | των | περισσότερων | των | περισσότερων | των | περισσότερων |
| αιτιατική | τους | περισσότερους | τις | περισσότερες | τα | περισσότερα |
| κλητική | περισσότεροι | περισσότερες | περισσότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περισσότερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περισσότερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈso.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρισ‐σό‐τε‐ρος
Επίθετο
περισσότερος
- συγκριτικός βαθμός του πολύς, πιο πολύς
- ≈ συνώνυμα: αφθονότερος
- ≠ αντώνυμα: λιγότερος
- περσότερος (λαϊκότροπο)
- πιότερος (στη λογοτεχνία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.