περίσσεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περίσσεια | οι | περίσσειες |
| γενική | της | περίσσειας | των | περισσειών |
| αιτιατική | την | περίσσεια | τις | περίσσειες |
| κλητική | περίσσεια | περίσσειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίσσεια < (ελληνιστική κοινή) περισσεία
Ουσιαστικό
περίσσεια θηλυκό
- (αρνητική σημασία) αχρείαστη αφθονία, πλεονασμός
- (ουδέτερη σημασία, δυνητικά θετική) το να μου μένει κάτι στην άκρη
Μεταφράσεις
περίσσεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.