περίσσεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσσεια οι περίσσειες
      γενική της περίσσειας των περισσειών
    αιτιατική την περίσσεια τις περίσσειες
     κλητική περίσσεια περίσσειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίσσεια < (ελληνιστική κοινή) περισσεία

Ουσιαστικό

περίσσεια θηλυκό

  1. (αρνητική σημασία) αχρείαστη αφθονία, πλεονασμός
  2. (ουδέτερη σημασία, δυνητικά θετική) το να μου μένει κάτι στην άκρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.