περισσεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περισσεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική περισσεύω < περισσός / περιττός < περί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περισσεύω

Ρήμα

περισσεύω, αόρ.: περίσσεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. απομένω ως υπόλοιπο
    ξόδεψα πολλά σήμερα και μου περίσσεψαν από το μισθό μου μόνο 50 ευρώ
  2. είμαι περιττός, δεν χρειάζομαι σε κανέναν
    αυτή τη στιγμή τα λόγια περισσεύουν· πρέπει να δράσουμε
     συνώνυμα: περιττεύω, πλεονάζω
  3. βρίσκομαι σε μεγάλη ποσότητα
    εδώ μέσα τα μεγάλα λόγια περισσεύουν, αλλά πραγματικά καλές προθέσεις δεν υπάρχουν

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περισσεύω < περισσός / περιττός < περί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-

Ρήμα

περισσεύω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.