περιλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιλαμβανόμενος | η | περιλαμβανόμενη & περιλαμβανομένη |
το | περιλαμβανόμενο |
| γενική | του | περιλαμβανόμενου & περιλαμβανομένου |
της | περιλαμβανόμενης & περιλαμβανομένης |
του | περιλαμβανόμενου & περιλαμβανομένου |
| αιτιατική | τον | περιλαμβανόμενο | την | περιλαμβανόμενη & περιλαμβανομένη |
το | περιλαμβανόμενο |
| κλητική | περιλαμβανόμενε | περιλαμβανόμενη & περιλαμβανομένη |
περιλαμβανόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιλαμβανόμενοι | οι | περιλαμβανόμενες | τα | περιλαμβανόμενα |
| γενική | των | περιλαμβανόμενων & περιλαμβανομένων |
των | περιλαμβανόμενων & περιλαμβανομένων |
των | περιλαμβανόμενων & περιλαμβανομένων |
| αιτιατική | τους | περιλαμβανόμενους & περιλαμβανομένους |
τις | περιλαμβανόμενες | τα | περιλαμβανόμενα |
| κλητική | περιλαμβανόμενοι | περιλαμβανόμενες | περιλαμβανόμενα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιλαμβανόμενος. → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | περιλαμβανόμενος | ἡ | περιλαμβανομένη | τὸ | περιλαμβανόμενον |
| γενική | τοῦ | περιλαμβανομένου | τῆς | περιλαμβανομένης | τοῦ | περιλαμβανομένου |
| δοτική | τῷ | περιλαμβανομένῳ | τῇ | περιλαμβανομένῃ | τῷ | περιλαμβανομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | περιλαμβανόμενον | τὴν | περιλαμβανομένην | τὸ | περιλαμβανόμενον |
| κλητική ὦ! | περιλαμβανόμενε | περιλαμβανομένη | περιλαμβανόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | περιλαμβανόμενοι | αἱ | περιλαμβανόμεναι | τὰ | περιλαμβανόμενᾰ |
| γενική | τῶν | περιλαμβανομένων | τῶν | περιλαμβανομένων | τῶν | περιλαμβανομένων |
| δοτική | τοῖς | περιλαμβανομένοις | ταῖς | περιλαμβανομέναις | τοῖς | περιλαμβανομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | περιλαμβανομένους | τὰς | περιλαμβανομένᾱς | τὰ | περιλαμβανόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | περιλαμβανόμενοι | περιλαμβανόμεναι | περιλαμβανόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιλαμβανομένω | τὼ | περιλαμβανομένᾱ | τὼ | περιλαμβανομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | περιλαμβανομένοιν | τοῖν | περιλαμβανομέναιν | τοῖν | περιλαμβανομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
περιλαμβανόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (περιλαμβάνομαι) του ρήματος περιλαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.