περιλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιλαμβάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος περιλαμβάνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιλαμβάνομαι | περιλαμβανόμουν(α) | θα περιλαμβάνομαι | να περιλαμβάνομαι | περιλαμβανόμενος | |
| β' ενικ. | περιλαμβάνεσαι | περιλαμβανόσουν(α) | θα περιλαμβάνεσαι | να περιλαμβάνεσαι | (περιλαμβάνου) | |
| γ' ενικ. | περιλαμβάνεται | περιλαμβανόταν(ε) | θα περιλαμβάνεται | να περιλαμβάνεται | ||
| α' πληθ. | περιλαμβανόμαστε | περιλαμβανόμαστε περιλαμβανόμασταν |
θα περιλαμβανόμαστε | να περιλαμβανόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιλαμβάνεστε | περιλαμβανόσαστε περιλαμβανόσασταν |
θα περιλαμβάνεστε | να περιλαμβάνεστε | (περιλαμβάνεστε) | |
| γ' πληθ. | περιλαμβάνονται | περιλαμβάνονταν περιλαμβανόντουσαν |
θα περιλαμβάνονται | να περιλαμβάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιλήφθηκα | θα περιληφθώ | να περιληφθώ | περιληφθεί | ||
| β' ενικ. | περιλήφθηκες | θα περιληφθείς | να περιληφθείς | |||
| γ' ενικ. | περιλήφθηκε | θα περιληφθεί | να περιληφθεί | |||
| α' πληθ. | περιληφθήκαμε | θα περιληφθούμε | να περιληφθούμε | |||
| β' πληθ. | περιληφθήκατε | θα περιληφθείτε | να περιληφθείτε | περιληφθείτε | ||
| γ' πληθ. | περιλήφθηκαν περιληφθήκαν(ε) |
θα περιληφθούν(ε) | να περιληφθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιληφθεί | είχα περιληφθεί | θα έχω περιληφθεί | να έχω περιληφθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις περιληφθεί | είχες περιληφθεί | θα έχεις περιληφθεί | να έχεις περιληφθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιληφθεί | είχε περιληφθεί | θα έχει περιληφθεί | να έχει περιληφθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιληφθεί | είχαμε περιληφθεί | θα έχουμε περιληφθεί | να έχουμε περιληφθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιληφθεί | είχατε περιληφθεί | θα έχετε περιληφθεί | να έχετε περιληφθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιληφθεί | είχαν περιληφθεί | θα έχουν περιληφθεί | να έχουν περιληφθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.