συμπεριλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπεριλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβανόμενος. Μορφολογικά, συμ- + περιλαμβανόμενος. → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μετοχή
συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ο
- (λόγιο, + γενική) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμπεριλαμβάνω
- ↪ Όλοι εκνευρίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της Χ που είναι συνήθως πολύ ανεκτική.
Κλίση
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπεριλαμβανόμενος | η | συμπεριλαμβανόμενη & συμπεριλαμβανομένη |
το | συμπεριλαμβανόμενο |
| γενική | του | συμπεριλαμβανόμενου & συμπεριλαμβανομένου |
της | συμπεριλαμβανόμενης & συμπεριλαμβανομένης |
του | συμπεριλαμβανόμενου & συμπεριλαμβανομένου |
| αιτιατική | τον | συμπεριλαμβανόμενο | τη | συμπεριλαμβανόμενη & συμπεριλαμβανομένη |
το | συμπεριλαμβανόμενο |
| κλητική | συμπεριλαμβανόμενε | συμπεριλαμβανόμενη & συμπεριλαμβανομένη |
συμπεριλαμβανόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπεριλαμβανόμενοι | οι | συμπεριλαμβανόμενες | τα | συμπεριλαμβανόμενα |
| γενική | των | συμπεριλαμβανόμενων & συμπεριλαμβανομένων |
των | συμπεριλαμβανόμενων & συμπεριλαμβανομένων |
των | συμπεριλαμβανόμενων & συμπεριλαμβανομένων |
| αιτιατική | τους | συμπεριλαμβανόμενους & συμπεριλαμβανομένους |
τις | συμπεριλαμβανόμενες | τα | συμπεριλαμβανόμενα |
| κλητική | συμπεριλαμβανόμενοι | συμπεριλαμβανόμενες | συμπεριλαμβανόμενα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Μετοχή
συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (συμπεριλαμβάνομαι) του ρήματος συμπεριλαμβάνω
Κλίση
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συμπεριλαμβανόμενος | ἡ | συμπεριλαμβανομένη | τὸ | συμπεριλαμβανόμενον |
| γενική | τοῦ | συμπεριλαμβανομένου | τῆς | συμπεριλαμβανομένης | τοῦ | συμπεριλαμβανομένου |
| δοτική | τῷ | συμπεριλαμβανομένῳ | τῇ | συμπεριλαμβανομένῃ | τῷ | συμπεριλαμβανομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | συμπεριλαμβανόμενον | τὴν | συμπεριλαμβανομένην | τὸ | συμπεριλαμβανόμενον |
| κλητική ὦ! | συμπεριλαμβανόμενε | συμπεριλαμβανομένη | συμπεριλαμβανόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συμπεριλαμβανόμενοι | αἱ | συμπεριλαμβανόμεναι | τὰ | συμπεριλαμβανόμενᾰ |
| γενική | τῶν | συμπεριλαμβανομένων | τῶν | συμπεριλαμβανομένων | τῶν | συμπεριλαμβανομένων |
| δοτική | τοῖς | συμπεριλαμβανομένοις | ταῖς | συμπεριλαμβανομέναις | τοῖς | συμπεριλαμβανομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | συμπεριλαμβανομένους | τὰς | συμπεριλαμβανομένᾱς | τὰ | συμπεριλαμβανόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | συμπεριλαμβανόμενοι | συμπεριλαμβανόμεναι | συμπεριλαμβανόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπεριλαμβανομένω | τὼ | συμπεριλαμβανομένᾱ | τὼ | συμπεριλαμβανομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | συμπεριλαμβανομένοιν | τοῖν | συμπεριλαμβανομέναιν | τοῖν | συμπεριλαμβανομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.