περαστικός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περαστικός < (περνάω / περνώ) θέμα περασ- + -τικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾa.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περαστικός

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περαστικός η περαστική το περαστικό
      γενική του περαστικού της περαστικής του περαστικού
    αιτιατική τον περαστικό την περαστική το περαστικό
     κλητική περαστικέ περαστική περαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περαστικοί οι περαστικές τα περαστικά
      γενική των περαστικών των περαστικών των περαστικών
    αιτιατική τους περαστικούς τις περαστικές τα περαστικά
     κλητική περαστικοί περαστικές περαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

περαστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

περαστικός αρσενικό

  • άτομο που είναι περαστικό
    ακούστηκε ένα μπαμ και όλοι οι περαστικοί τρέξανε να δούνε τι έγινε
     δείτε και τη λέξη διαβάτης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.