περαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
περαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επιφώνημα
περαστικά
- (ευχή) να γίνεις καλά, να αναρρώσεις
- (ειρωνικό) για να ειρωνευτούμε το κακό που έπαθε κάποιος
Σημειώσεις
- περαστικά ευχόμαστε κυρίως σε κάποιον που είναι άρρωστος ενώ σε κάποιον που είχε ατύχημα ευχόμαστε συνήθως σιδερένιος
Μεταφράσεις
επιφώνημα (ευχή)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.