λεξιπενία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξιπενία οι λεξιπενίες
      γενική της λεξιπενίας των λεξιπενιών
    αιτιατική τη λεξιπενία τις λεξιπενίες
     κλητική λεξιπενία λεξιπενίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεξιπενία < λεξι- + πενία (φτώχεια) [1]

Ουσιαστικό

λεξιπενία θηλυκό

αντίθετες έννοιες

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.