πεινασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεινασμένος η πεινασμένη το πεινασμένο
      γενική του πεινασμένου της πεινασμένης του πεινασμένου
    αιτιατική τον πεινασμένο την πεινασμένη το πεινασμένο
     κλητική πεινασμένε πεινασμένη πεινασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεινασμένοι οι πεινασμένες τα πεινασμένα
      γενική των πεινασμένων των πεινασμένων των πεινασμένων
    αιτιατική τους πεινασμένους τις πεινασμένες τα πεινασμένα
     κλητική πεινασμένοι πεινασμένες πεινασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεινασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πεινάω και πεινώ

Μετοχή

πεινασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.