πεῖνα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεῖν αἱ πεῖναι
      γενική τῆς πείνης τῶν πεινῶν
      δοτική τῇ πείν ταῖς πείναις
    αιτιατική τὴν πεῖνᾰν τὰς πείνᾱς
     κλητική ! πεῖν πεῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πείν
γεν-δοτ τοῖν  πείναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεῖνα < αβέβαιης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

πεῖνα θηλυκό

  1. πείνα
  2. λιμός
  3. (μεταφορικά) σφοδρή επιθυμία, πόθος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.