πειθαρχικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειθαρχικό τα πειθαρχικά
      γενική του πειθαρχικού των πειθαρχικών
    αιτιατική το πειθαρχικό τα πειθαρχικά
     κλητική πειθαρχικό πειθαρχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειθαρχικό < ουδέτερο του πειθαρχικός

Ουσιαστικό

πειθαρχικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πειθαρχικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.