row

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɹəʊ/ (βρετανικό)
ομόηχο: roe (αυγοτάραχο)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
row rows

row (en)

  1. γραμμή
  2. καβγάς
  3. (βάσεις δεδομένων) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
    συνώνυμο: πλειάδα (tuple) (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)

Ρήμα

ενεστώτας row
γ΄ ενικό ενεστώτα rows
αόριστος rowed
παθητική μετοχή rowed
ενεργητική μετοχή rowing

row (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.