πεδίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πεδίον τὰ πεδί
      γενική τοῦ πεδίου τῶν πεδίων
      δοτική τῷ πεδί τοῖς πεδίοις
    αιτιατική τὸ πεδίον τὰ πεδί
     κλητική ! πεδίον πεδί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεδίω
γεν-δοτ τοῖν  πεδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεδίον < πέδ(ον) + -ίον

Ουσιαστικό

πεδίον ουδέτερο

Παράγωγα

  • πεδίονδε
  • πεδιονόμος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.