παχυ-
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παχυ-
<
αρχαία ελληνική
παχυ-
<
παχύς
Πρόθημα
παχυ-
α
ʹ
συνθετικό
που δίνει στη
σύνθετη
λέξη
την
έννοια
του
παχέος
, του
σαρκώδους
ή του
παχύρρευστου
παχύ-
Αντώνυμα
λεπτο-
χοντρο-
Μεταφράσεις
παχυ-
αγγλικά
:
pachy-
(en)
γαλλικά
:
pachy-
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.