λεπτόρρευστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτόρρευστος η λεπτόρρευστη το λεπτόρρευστο
      γενική του λεπτόρρευστου της λεπτόρρευστης του λεπτόρρευστου
    αιτιατική τον λεπτόρρευστο τη λεπτόρρευστη το λεπτόρρευστο
     κλητική λεπτόρρευστε λεπτόρρευστη λεπτόρρευστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτόρρευστοι οι λεπτόρρευστες τα λεπτόρρευστα
      γενική των λεπτόρρευστων των λεπτόρρευστων των λεπτόρρευστων
    αιτιατική τους λεπτόρρευστους τις λεπτόρρευστες τα λεπτόρρευστα
     κλητική λεπτόρρευστοι λεπτόρρευστες λεπτόρρευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεπτόρρευστος < λεπτο- + ρευστός· μαρτυρείται από το 1842, από τον Ξαυέριο Λάνδερερ[1]

Επίθετο

λεπτόρρευστος -η, -ο

Συνώνυμα

  • λεπτόρρυτος (αρχαία ελληνική)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.