αρνησιπατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρνησιπατρία | οι | αρνησιπατρίες |
| γενική | της | αρνησιπατρίας | των | αρνησιπατριών |
| αιτιατική | την | αρνησιπατρία | τις | αρνησιπατρίες |
| κλητική | αρνησιπατρία | αρνησιπατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρνησιπατρία < (καθαρεύουσα) ἀρνησίπατρ(ις) + -ία < αρνησι- + πατρίς [1]
Ουσιαστικό
αρνησιπατρία θηλυκό
- η απάρνηση τής πατρίδας
Μεταφράσεις
αρνησιπατρία
|
|
Αναφορές
- αρνησιπατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.