πατριδολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατριδολατρία | οι | πατριδολατρίες |
| γενική | της | πατριδολατρίας | των | πατριδολατριών |
| αιτιατική | την | πατριδολατρία | τις | πατριδολατρίες |
| κλητική | πατριδολατρία | πατριδολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tɾi.ðo.laˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐δο‐λα‐τρί‐α
Μεταφράσεις
πατριδολατρία
|
|
Αναφορές
- πατριδολατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.