αφιλοπατρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφιλοπατρία οι αφιλοπατρίες
      γενική της αφιλοπατρίας των αφιλοπατριών
    αιτιατική την αφιλοπατρία τις αφιλοπατρίες
     κλητική αφιλοπατρία αφιλοπατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφιλοπατρία < α- + φιλοπατρία

Ουσιαστικό

αφιλοπατρία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.