άπατρις

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η άπατρις οι απάτριδες
      γενική του/της απάτριδος των απατρίδων
& απάτριδων
    αιτιατική τον/την απάτριδα
& άπατριν
τους/τις απάτριδες
     κλητική άπατρις απάτριδες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άπατρις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄπατρις < (ά-) ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική πατρίς

Επίθετο

άπατρις αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν έχει πατρίδα
  2. που δεν αγαπά την πατρίδα του, που δρα ενάντια στην ίδια του την πατρίδα
     αντώνυμα: φιλόπατρις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.