εκπατρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπατρίζομαι < εκ- + πατρίς + ίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s’expatrier)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- εκπατρισμός
- → δείτε τις λέξεις εκ και πατρίδα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπατρίζομαι | εκπατριζόμουν(α) | θα εκπατρίζομαι | να εκπατρίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκπατρίζεσαι | εκπατριζόσουν(α) | θα εκπατρίζεσαι | να εκπατρίζεσαι | (εκπατρίζου) | |
| γ' ενικ. | εκπατρίζεται | εκπατριζόταν(ε) | θα εκπατρίζεται | να εκπατρίζεται | ||
| α' πληθ. | εκπατριζόμαστε | εκπατριζόμαστε εκπατριζόμασταν |
θα εκπατριζόμαστε | να εκπατριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκπατρίζεστε | εκπατριζόσαστε εκπατριζόσασταν |
θα εκπατρίζεστε | να εκπατρίζεστε | (εκπατρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκπατρίζονται | εκπατρίζονταν εκπατριζόντουσαν |
θα εκπατρίζονται | να εκπατρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπατρίστηκα | θα εκπατριστώ | να εκπατριστώ | εκπατριστεί | ||
| β' ενικ. | εκπατρίστηκες | θα εκπατριστείς | να εκπατριστείς | εκπατρίσου | ||
| γ' ενικ. | εκπατρίστηκε | θα εκπατριστεί | να εκπατριστεί | |||
| α' πληθ. | εκπατριστήκαμε | θα εκπατριστούμε | να εκπατριστούμε | |||
| β' πληθ. | εκπατριστήκατε | θα εκπατριστείτε | να εκπατριστείτε | εκπατριστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκπατρίστηκαν εκπατριστήκαν(ε) |
θα εκπατριστούν(ε) | να εκπατριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκπατριστεί | είχα εκπατριστεί | θα έχω εκπατριστεί | να έχω εκπατριστεί | εκπατρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκπατριστεί | είχες εκπατριστεί | θα έχεις εκπατριστεί | να έχεις εκπατριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπατριστεί | είχε εκπατριστεί | θα έχει εκπατριστεί | να έχει εκπατριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπατριστεί | είχαμε εκπατριστεί | θα έχουμε εκπατριστεί | να έχουμε εκπατριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπατριστεί | είχατε εκπατριστεί | θα έχετε εκπατριστεί | να έχετε εκπατριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπατριστεί | είχαν εκπατριστεί | θα έχουν εκπατριστεί | να έχουν εκπατριστεί | ||
Μεταφράσεις
εκπατρίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.