εκπατρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπατρίζομαι < εκ- + πατρίς + ίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική s’expatrier)

Ρήμα

εκπατρίζομαι

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.