πατούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατούσα οι πατούσες
      γενική της πατούσας των πατουσών
    αιτιατική την πατούσα τις πατούσες
     κλητική πατούσα πατούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατούσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πατούσα,[1] ουσιαστικοποιημένο θηλυκό για την αρχαία ελληνική μετοχή ενεργητικού ενεστώτα πατοῦσα του πατῶν (ρήμα πατέω / πατῶ
Ανδρική πατούσα δεξιού ποδιού.

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈtu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατούσα

Ουσιαστικό

πατούσα θηλυκό

  1. το πέλμα, η επιφάνεια του κατώτερου μέρους του ποδιού
      Ξαφνικά κατάλαβε τις γυμνές πατούσες να παγώνουν στο τσιμέντο και βιάστηκε να χωθεί στα στρωσίδια του. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά)
  2. το κάτω μέρος κάλτσας που καλύπτει την πατούσα

ιδιωματικά:

Υποκοριστικά

  • πατουσάκι
  • πατουσίτσα
  • πατουσούλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

πατούσα

Αναφορές

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. τονισμού από παράθεμα.


ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.