πατούχα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατούχα οι πατούχες
      γενική της πατούχας
    αιτιατική την πατούχα τις πατούχες
     κλητική πατούχα πατούχες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατούχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πατούχα

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈtu.xa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατούχα

Ουσιαστικό

πατούχα θηλυκό (ιδιωματικό)

Συγγενικά

Αναφορές

    Πηγές

    • πατούσα (κ. διαλεκτ. πατούνα, πατούχα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
    • s.v. πατούσα - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

    Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

    Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
    Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

    Για έλεγχο. τονισμού.



    Ετυμολογία

    πατούχα < πάτ(ος) + -οῦχα (< ἔχω)[1]

    Ουσιαστικό

    πατούχα θηλυκό

    Αναφορές

    1. s.v. πατούσα - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.