πατοῦσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος μετοχής
πατοῦσα
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πατῶν
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πατούσα ⇒ νέα ελληνικά: πατούσα (θηλυκά ουσιαστικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.