παρωνυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρωνυμία | οι | παρωνυμίες |
| γενική | της | παρωνυμίας | των | παρωνυμιών |
| αιτιατική | την | παρωνυμία | τις | παρωνυμίες |
| κλητική | παρωνυμία | παρωνυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρωνυμία < παρώνυμ(ος) + -ία < παρ- + κατά τα θηλυκά -ωνυμία όπως συνωνυμία.
- Δείτε και την ελληνιστική κοινή παρωνυμία (με παρωνύμιο, με παρατσούκλι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾo.niˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρω‐νύ‐μί‐α
Ουσιαστικό
παρωνυμία θηλυκό
Συγγενικά
Αναφορές
- παρωνυμία - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρωνυμίᾱ | αἱ | παρωνυμίαι |
| γενική | τῆς | παρωνυμίᾱς | τῶν | παρωνυμιῶν |
| δοτική | τῇ | παρωνυμίᾳ | ταῖς | παρωνυμίαις |
| αιτιατική | τὴν | παρωνυμίᾱν | τὰς | παρωνυμίᾱς |
| κλητική ὦ! | παρωνυμίᾱ | παρωνυμίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρωνυμίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρωνυμίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρωνυμία < παρώνυμ(ος) + -ία, παρ- + -ωνυμία
Συγγενικά
- παρωνυμέω
- παρωνύμησις
- παρωνυμιάζω
- παρωνυμίασμα
- παρωνύμιον
- παρωνύμιος
- παρώνυμος
- → και δείτε τους όρους -ώνυμος, ὄνυμα και ὄνομα
Πηγές
- παρωνυμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.